[Απόσπασμα
από το χειρόγραφο ημερολόγιο εθνογραφικής, επιτόπιας έρευνάς μου στην Αρκαδία (εντεταλμένης
από την Ακαδημία Αθηνών) «στα ίχνη της Ελένης-Αγιαλένης», κατά τον Αύγουστο-Σεπτέμβριο του 2003].
Παρασκευή,
5/9/2003
«…Ρώτησα
[στο χωριό Μανιάτη, τους συνομιλητές μου στην αυλή ενός σπιτιού] αν είναι κοντά
η μονή Καλτετζών και ένας θέλησε να έλθει μαζί μου για να με οδηγήσει ως
εκεί αλλά και γιατί είχε καιρό να πάει
και το θεώρησε καλή ευκαιρία. [….]
Φύγαμε
λοιπόν μαζί και πήραμε ένα χωματόδρομο. Σε λίγο προχωρούσαμε δίπλα στην
αριστερή όχθη ενός ποταμού, ξερού τούτη την εποχή, που ήταν βέβαια η «Λαγκάδα»,
δηλαδή ο άνω ρους του Ευρώτα ποταμού, κοντά στις πηγές. Ο συνοδός μου, που με
πληροφόρησε σχετικά, μου είπε πως παρόλο που τώρα φαινόταν σαν ξερολάγκαδο, τον
χειμώνα κατεβάζει πολύ νερό και αποκόβει το μοναστήρι από την υπόλοιπη περιοχή.
«Εφέτος μάλιστα», πρόσθεσε, «με τις τόσες πολλές βροχές παρέσυρε και το γεφύρι και είναι ακόμα
χαλασμένο». Σε λίγο το είδα και με τα μάτια μου, αφού έπρεπε να διασχίσουμε το
ποτάμι για να περάσουμε στην αντίπερα όχθη και πέρασα το αυτοκίνητο πάνω από
ένα πρόχειρο μπάζωμα που έχουν κάνει αντί γεφυριού, για τα τροχοφόρα. Το τοπίο
όμως ήταν πανέμορφο∙ η «Λαγκάδα» σε κείνο το σημείο «ρέει» (όταν έχει νερό και απ΄όσο μπορούσα να κρίνω για τη θέση του στο τοπίο)
ανάμεσα στο βουνό της «Τσεμπερούς» και στο λόφο «του άγιου Κωνσταντίνου» που
είχα επισκεφθεί εκείνο το πρωί, μέσα σε μια λαγκαδιά
κατάφυτη με πικροδάφνες και πλατάνια.