21 Απρ 2016

Ταξιδιωτικά-περιηγητικά: Ιστορίες για δράκους από τα Λάμπεια όρη



(27  χρόνια πριν)


Χάρτης της ΒΔ Ηλείας και μέρους της Αχαΐας. Σε κύκλο χωριά κατά μήκος της διαδρομής από τραγανό ως την Κρυόβρυση, παράλληλα με τον ρου του Πηνειού ποταμού

Στο πλαίσιο μιας έρευνας για τις εγκαταστάσεις  νομάδων  και ημι-νομάδων κτηνοτρόφων  στην Ηλεία, είχα επισκεφθεί με το DCV αρχές της δεκαετίας του 1990 και μια μόνιμη, οικογενειακή  εγκατάστασή τους  στα πρώην χειμαδιά, λίγο έξω από το χωριό Τραγανό. Η εγκατάσταση αυτή αποτελεί  έναν μικρό συνοικισμό, που φέρει το όνομα της οικογένειας, με την κατάληξη «-έικα» . Τον αποτελούσαν τέσσερα αδέλφια με τις οικογένειές τους και τις οικογένειες κάποιων από τους μεγαλύτερους  γιους τους, με την πατριαρχική οργάνωση της διευρυμένης οικογένειας, με οικονομικό και «διοικητικό» αρχηγό τον γεροντότερο από τους τέσσερις αδελφούς. Είχα συσχετισθεί αρκετές ημέρες μαζί τους και είχαμε περάσει πολλές ώρες, κυρίως με τα δύο μεγαλύτερα αδέλφια (μακαρίτες πλέον) που είχαν περισσότερο χρόνο ελεύθερο από τις δουλειές, με αφηγήσεις από την κτηνοτροφία και την ημι-νομαδική, μεταβατική από τον κάμπο στο βουνό,  παλιότερα ζωή τους και με ιστορίες από το πήγαιν’-έλα από το ορεινό χωριό τους, την Δερβινή (σήμερα Κρυόβρυση) πάνω στον Ερύμανθο/Ωλονό  προς τα χειμερινά λιβάδια στη βόρεια Ηλεία και τ’ ανάπαλιν. Μόνιμοι κάτοικοι στον κάμπο πλέον, νοσταλγούσαν το ορεινό χωριό τους και έφερναν πάντα την κουβέντα σε αυτό, αναπολώντας τα παιδικά τους χρόνια όσο και τα καλοκαίρια στα θερινά λιβάδια, τις ένδοξες , κατ’ αυτούς, ληστρικές δραστηριότητες ντόπιων ληστών (Πανόπουλος κ.ά) στην περιοχή, που τους εκτιμούσαν και τους αναδείκνυαν ως ισότιμους με τους Μοραΐτες ήρωες της Ελληνικής Επανάστασης.
Πλησίαζε η γιορτή του Δεκαπενταύγουστου που είναι και το πανηγύρι στη Δερβινή-Κρυόβρυση. Οι δύο συνομιλητές μου λοιπόν θεώρησαν το πανηγύρι ως ευκαιρία να ταξιδέψουμε εκεί, όχι μόνο γιατί είχαν χρόνια να το επισκεφθούν, αλλά κυρίως για να ανεβάσουν εμένα  στο περίφημο, εγκαταλελειμμένο σχεδόν το χειμώνα,  χωριό τους, να δω το πανηγύρι, το ρημαγμένο πατρικό τους σπίτι και  τα ορεινά βοσκοτόπια,  να γνωρίσω τους συγγενείς και φίλους που θα έφταναν  επιτούτου για το πανηγύρι, να με ξεναγήσουν στους τόπους των θρύλων και των μύθων στις πηγές του Πηνειού ποταμού, που μου είχαν ήδη αφηγηθεί. Θα με συνόδευε ο δεύτερος στην ηλικία γέροντας αδελφός, ο γερο-Μήτσος (βοσκός και ξυλογλύπτης) , μαζί με τον 28χρονο, ήδη οικογενειάρχη, γιο του, που δέχτηκε (εκών-άκων) την αποστολή. Φυσικά και συμφώνησα μετά χαράς, καταϋποχρεωμένη, με έναν όρο: να κάνουμε το ταξίδι με το δικό μου αυτοκίνητο, το σαραβαλάκι  τον  «Φιρφιρή» (DCV), ώστε να μην ξοδευτούν για τα καύσιμα αλλά και για να έχω και  εγώ ελευθερία κινήσεων, σε περίπτωση που εκείνοι θα ήθελαν να παραμείνουν εκεί πολλές ημέρες. Ο γέρο-Μήτσος κοίταξε απαξιωτικά το ντεσεβό και είπε καγχάζοντας: με τούτο ‘δώ το σαράβαλο κονσερβοκούτι  θες να ανεβούμε στο βουνό, κυρα-Λένη;  Θα έχει διαλυθεί πριν να  φτάσουμε στην  Κάπελη (το δρυοδάσος στο οροπέδιο της Φολόης)! Θα πάρουμε το φορτηγό και θα ανεβούμε! Εγώ επέμενα υπερασπιζόμενη το σαραβαλάκι μου (αλλά και υποψιαζόμενη ότι δεν ήθελε να μπει σε αυτοκίνητο που οδηγεί γυναίκα) και υποχώρησε, αν και ήταν σίγουρος ότι το αυτοκίνητο δεν θα τα ’βγαζε πέρα, με τρεις επιβάτες, μάλιστα.
Ξεκινήσαμε λοιπόν λίγο πριν το μεσημέρι της παραμονής του 15αύγουστου με το ντεσεβό για τη Δερβινή μέσα από τη λοφώδη, δασωμένη Πηνεία, παίρνοντας τον κάπως ανηφορικό, από το χωριό Χάβαρι και μετά, δρόμο Αμαλιάδας- εθνικής οδού «111», που συνδέει την Πάτρα με την Τρίπολη.  Οι αντιστάσεις του γερο-Μήτσου είχαν καμφθεί ακούγοντας το σταθερό γουργούρισμα της μηχανής και εγκρίνοντας ως ασφαλή την οδήγησή μου και ήμασταν όλοι χαρούμενοι, ο καθένας για τους λόγους του, ο κυρ-Μήτσος και συγκινημένος  που θα έβλεπε το χωριό του και μου περιέγραφε ενθουσιασμένος αυτά που είχα να δω εκεί.
Λίγο πριν μπούμε στο κεφαλοχώρι Σιμόπουλο όμως, δηλαδή λίγο πριν το δάσος της  Κάπελης, η προφητεία του γερο-Μήτσου εκπληρώθηκε: το αυτοκίνητο άρχισε να τα φτύνει και πριν καλά-καλά διασχίσουμε το χωριό, σταμάτησε, οριστικά και αμετάκλητα…! Ο γιος προσφέρθηκε να δει τη μηχανή, μέχρι και τη μανιβέλα που διέθετε βάλαμε και την γυρίζαμε  μπας και πάρει μπρος, αλλά τίποτα! Στο συνεργείο του χωριού είπαν ότι δεν θα φτιαχνόταν πριν την επομένη της γιορτής της Παναγίας . Απελπίστηκα και ντροπιάστηκα που είχα υποβάλει τους τόσο ευγενικούς αυτούς ανθρώπους σε αυτή την ταλαιπωρία, με την ξεροκεφαλιά μου. Περισσότερο στεναχωριόμουν που είχα στερήσει τη χαρά από τον γερο-Μήτσο να  δει το χωριό του. Ζήτησα σκασμένη χίλια συγγνώμη, σαν βρεμένη γάτα, και είπα «τι να κάνουμε, θα πάρουμε ταξί από το Σιμόπουλο και θα γυρίσουμε πίσω, θα έλθω εγώ μετά με την οδική βοήθεια να πάρω το αυτοκίνητο»… «Ταξί θα πάρουμε», είπε ο γερο-Μήτσος με αποφασιστικότητα που τώρα δεν σήκωνε κουβέντα, «αλλά θα το πάρει ο Γιώργης [ο γιος] και θα πάει στο Τραγανό να πάρει το φορτηγό μας να το φέρει εδώ και θα συνεχίσουμε∙ ξεκινήσαμε για το πανηγύρι και θα πάμε, δεν γυρίζει κανένας πίσω!» Δεν με έπαιρνε βέβαια να φέρω αντιρρήσεις, ούτε και ήθελα, εξάλλου. Στο μόνο που τον κατάφερα με τα πολλά να υποχωρήσει, ήταν να πληρώσω εγώ το ταξί. 
Όταν έφτασε ο γιος με το μεγάλο φορτηγό που μύριζε έντονα σαπισμένη βιομηχανική  ντομάτα γιατί  εκείνη την εποχή είχε βεντέμα στον Κάμπο και την μετέφεραν με αυτό στα εργοστάσια της Ηλείας, στριμωχτήκαμε και οι τρεις εμπρός, στο κουβούκλιο, και με οδηγό τον γιο, ξεκινήσαμε ν΄ανηφορίζουμε παράλληλα με την ορεινή κοίτη του Πηνειού ποταμού, για το πανηγύρι…


Από το δάσος  της Φολόης (Κάπελη), Ιούν. 2015

Μετά από  ένα ξέφωτο του  πυκνού δρυοδάσους της Φολόης, την Κάπελη, όπου  το σημερινό χωριό Πανόπουλο (πρώην «χάνι Πανόπ’λου») στρίψαμε αριστερά, προς τις πανύψηλες, τοπικές  βουνοκορφές του Ερύμανθου, τον «Αστρά» (ή «Λάμπεια Όρη», γιατί οι κορυφές του, είτε χιονισμένες είτε πετρώδεις και γυμνές, αστράφτουν λευκές στον ήλιο αλλά και στο φεγγαρόφωτο). Ο δρόμος  μέσα από τα ελατοβριθή τώρα βουνά,  γινόταν όλο και πιο ανηφορικός, το τοπίο όλο και πιο άγριο (και ‘γώ, η άσχετη,  ήθελα να φέρω εδώ το Φιρφιρή!). Περάσαμε τα χωριά Τσίπιανα και Αγία Κυριακή.


 Κορυφές του "Αστρά" (Ιούν. 2015)


Ελατόφυτες πλαγιές του Αστρά (Απριλ. 2010)

 Όταν φτάσαμε σε  έναν επίπεδο, ανοιχτό  τόπο στρωμένο με χοντρές, άσπρες ποταμο-κροκάλες, ο γερο-Μήτσος πρόσταξε στάση και κατεβήκαμε από το φορτηγό. Με πληροφόρησε ότι βρισκόμασταν στην κοίτη του Πηνειού ποταμού, ξερή τώρα το καλοκαίρι, πολύ κοντά στις πηγές του. Μου έδειξε κάτι πέτρινα χαλάσματα  πέρα από τις αριστερές, υπερυψωμένες όχθες του, που ήταν κάποτε τα «γρέκια» τους, τα θερινά καταλύματα βοσκών και ζώων. Μετά μου είπε να προχωρήσουμε λίγο παρακάτω περπατώντας, προκειμένου να μου δείξει την περίφημη «Δρακότρουπα» ή «Διακότρουπα», για το θρύλο της οποίας μου είχαν μιλήσει τις προηγούμενες ημέρες.  Πλησιάσαμε με δέος στη βάση της απότομα υψούμενης πλαγιάς στα δεξιά, μέρος της νότιας όχθης του ποταμού, και είδα να ανοίγεται το στόμιο ενός αχανούς, σκοτεινού  βάραθρου, που οι ντόπιοι αποκαλούν «Δρακόρουπα» ή «Διακότρουπα», που καταπίνει μεγάλο μέρος των νερών του ποταμού, όταν «κατεβάζει». Το θεωρούν άπατο, με άγνωστο βάθος σπήλαιο, από όπου στη γιορτή του άη- Κωσταντίνου (και Ελένης, 21 Μάη) έβγαινε με αστραπόβροντο κατ’ έτος ο τρομερός δράκος Δρακοτρουπίτης/Διακοτρουπίτης λέγοντας …κι αν αστράψει και βροντήξει, παπαδοπούλα θε να λείψει!..., και άρπαζε την παπαδοπούλα που χόρευε πρώτη στο χορό στο πανηγύρι  που γινόταν σε ένα  ομώνυμο ξωκλήσι, στην κορυφή του βουνού (λεπτομέρειες σχετικά με το μύθο και πως εντάσσεται στην αφήγηση περί Ελένης-Αγιαλένης στην ανάρτησή μου: http://fiestaperpetua.blogspot.gr/2013/01/blog-post.html ).
Μου είπε ότι αυτά γινόντουσαν «παλιά» και ότι δεν γίνεται πλέον πανηγύρι και χορός στον «Αγιοκωσταντίνο». Στην ερώτησή μου πού ήταν ακριβώς αυτό το ξωκλήσι, ο γερο-Μήτσος μου έδειξε ψηλά στην κορυφογραμμή στ’ ανατολικά και μου εξήγησε ότι το «εκκλησάκι» είναι ένα χάλασμα, κάτι πέτρινα τοιχία,  που βρίσκεται ακριβώς πάνω στο διάσελο του βουνού που χωρίζει την Ηλεία από την Αχαΐα και ότι από εκεί περνάει το ορεινό μονοπάτι που συνδέει τους δύο νομούς, όσο και το χωριό  του, τη Δερβινή,  στην Ηλεία με την Προστοβίτσα (σήμερα Δροσιά) στην Αχαΐα. Τα λόγια του μου έφεραν στο νου ένα τέτοιο ξωκλήσι-χάλασμα «Αγιοκωσταντίνο» που είχα δει όταν είχα σκαρφαλώσει σε μια στάνη στην άλλη πλευρά της κορυφογραμμής του βουνού δεκαπέντε περίπου χρόνια πριν, που είχα κάνει επιτόπια έρευνα στην Προστοβίτσα.  Του περιέγραψα το τοπίο, όπως το θυμόμουν, αλλά του είπα και το όνομα του ιδιοκτήτη της στάνης που επίσης θυμόμουν γιατί είχα περάσει μια ολόκληρη σχεδόν ημέρα εκεί, καθώς  φαντάστηκα ότι ίσως το γνωρίζει, αφού τα βοσκοτόπια της Δερβινής και της Προστοβίτσας γειτονεύουν.  Με διαβεβαίωσε κατόπιν αυτών των «σημαδιών» ότι όντως ο «Αγιοκωσταντίνος» του μύθου με τον απαγωγέα  Δρακοτρουπίτη, ήταν το κτίσμα που είχα δει (και φωτογραφίσει) και εγώ!


 (1989)


(1977)

Μπήκαμε πάλι στο φορτηγό (εγώ συλλογισμένη με το μύθο, σκεφτόμουν ότι και μόνο για τη «Δρακότρουπα» άξιζε που είχαμε κάνει το ταξίδι) και προχωρούσαμε προς μια κλεισούρα όπου φαινόταν σαν να συγκλίνουν οι ορεινοί όγκοι, ενώ  είχαν ήδη αρχίσει να διαφαίνονται κάποια σπίτια στο βάθος-βάθος. «Να τη η Δερβινή!» μου είπε με καμάρι και συγκίνηση ο γερο-Μήτσος. Πριν ολοκληρώσει καλά-καλά τη φράση του, ακούστηκε ένα συνθηματικό, δυνατό σφύριγμα από ψηλά, στ’ άριστερά μας. Σκύψαμε στο παράθυρο και είδα στην κορυφή της πλαγιάς έναν λεπτοκαμωμένο, μέτριου αναστήματος άντρα εν μέσω ενός κοπαδιού από γίδια που έβοσκαν, να σφυρίζει και να γνέφει προς το φορτηγό μας. Μέχρι να καλο-κοιτάξουμε, να αναγνωρίσουν οι συνταξιδιώτες μου τον βοσκό και να απαντήσουν στα σφυρίγματα, εκείνος είχε κιόλας σκαπετήσει την ψηλή, πετρώδη, κατάφυτη με αγκαθωτές αφάνες πλαγιά και ήταν δίπλα στο φορτηγό! Ακολούθησαν ενθουσιώδεις και εγκάρδιες ανταλλαγές χαιρετισμών και ασπασμών και κατάλαβα από τις προσφωνήσεις ότι ήταν κουμπάροι. Ο κουμπάρος ήταν νέος αλλά με πρόσωπο ρυτιδωμένο από τον ήλιο και τον αέρα του βουνού, λεπτός και ευκίνητος και πολύ εκδηλωτικός. Με σύστησαν και εμένα, καθώς ο κουμπάρος δεν με αναγνώριζε και με κοίταζε περίεργος, ως «υπάλληλο του Υπουργείου που γράφει για το χωριό». Μας προσκάλεσε να πάμε πάραυτα στο σπίτι του να μας καλωσορίσει και να μας φιλέψει, με επιμονή και δυναμισμό που δεν σήκωνε αντίρρηση. Ακολούθησε πεζός το φορτηγό που πάνω στο στενό χωματόδρομο πήγαινε αργά και σταματήσαμε σε ένα ισόγειο πέτρινο σπίτι που ήταν πάνω στο δρόμο μας, λίγο πριν μπούμε στο χωριό. 


Τσίπιανα. Πέτρινο σπίτι, χαρακτηριστικό της ορεινής Ηλείας (Απρ. 2010)

Αλυχτίσματα σκυλιών που ήταν δεμένα σε ένα δέντρο μας υποδέχτηκαν καθώς κατεβαίναμε από το φορτηγό. Η πόρτα του σπιτιού άνοιξε και πρόβαλε μια μικροκαμωμένη, λεπτή, εμφανώς «αργασμένη» από αγροτο-κτηνοτροφικές και οικιακές δουλειές, νέα γυναίκα. «Βάλε μεζέδες και ό,τι άλλο έχεις να κεράσουμε τους κουμπάρους» διέταξε τη  γυναίκα ο κουμπάρος, πριν εκείνη προλάβει καλά-καλά να χαιρετήσει τους επισκέπτες. Μπήκαμε στο σπίτι, κλασικό τύπο ημι-ανώγειου σπιτιού (εμπρός ισόγειο και πίσω διώροφο, λόγω της κατωφέρειας του εδάφους), όπως είναι η πλειονότητα των σπιτιών της ορεινής Πελοποννήσου: πλατυμέτωπο, με δύο κύρια δωμάτια, το «χειμωνιάτικο» με το τζάκι και το «καλοκαιρινό» ή  σάλα, ενίοτε και ένα μικρό δωμάτιο ανάμεσά τους, τη «μεσάντρα». Μας έμπασαν στην ευρύχωρη, απέριττη ως προς την επίπλωση και τη διακόσμηση, σάλα και καθίσαμε, οι ξένοι και ο νοικοκύρης,  γύρω από το μεγάλο τραπέζι. Η νοικοκυρά καλογέλαστη αλλά διστακτική και κάπως μαζεμένη, μετά τα καλωσορίσματα εξαφανίστηκε στο άλλο δωμάτιο. Οι κουμπάροι επιδόθηκαν σε ενθουσιώδη και βροντόφωνη, εγκάρδια συζήτηση, ανταλλάσσοντας ειδήσεις από τις οικογένειες, τις δουλειές , τα νέα του χωριού και τα σχετικά με το πανηγύρι. Ο νοικοκύρης ανακοίνωσε χαρούμενος ότι μόλις είχε πουλήσει τα ζωντανά του και ότι ήταν ευχαριστημένος από τις τιμές και την είσπραξη. Η πόρτα της σάλας άνοιξε και μπήκε η νοικοκυρά κρατώντας πιατέλα με αχνιστούς μεζέδες βραστού, «χοντρού» κρέατος με μπόλικο αλατο-πίπερο, σπιτικό τυρί φέτα, φέτες ζυμωτού, σπιτικού ψωμιού, μια μποτίλια κρασί, ποτήρια και πιρούνια. Το δωμάτιο μοσχοβόλησε και οι σιελογόνοι αδένες μας υπερλειτουργούσαν, καθώς ήμασταν νηστικοί από το πρωί και ήταν πλέον προχωρημένο απόγευμα, σε λίγο θα σουρούπωνε.  Αναρωτήθηκα πώς είχε τέτοια ώρα έτοιμους, ζεστούς μεζέδες και σκέφτηκα ότι φαίνεται περιμένοντας επισκέπτες, δικούς και ξένους, λόγω πανηγυριού, θα είχε βραστό έτοιμο για τα φιλέματα∙ τα υπόλοιπα εδέσματα είναι αυτονόητα σε κάθε αγροτόσπιτο. Πίσω της, στο πλαίσιο της πόρτας φάνηκε η μορφή ενός μικρού, 8-9 χρονών, κοριτσιού που κοίταζε με διστακτική περιέργεια τους επισκέπτες αλλά δεν έμπαινε μέσα. Η νοικοκυρά ακούμπησε τα κεράσματα στο τραπέζι και έκανε να φύγει. «Κάτσε, κουμπάρα, να σε ιδούμε», είπε ο γερο-Μήτσος. «Έχει δουλειές» είπε επιτακτικά ο νοικοκύρης και εκείνη εξαφανίστηκε πίσω από την πόρτα μαζί με το κορίτσι. Η συζήτηση με το φαγοπότι εξελίχθηκε σε γλεντοκόπι, καθώς θύμησες από παλιές ιστορίες του χωριού ήρθαν στην επιφάνεια προκαλώντας πειράγματα και γέλια αλλά και κάποια τραγουδίσματα κλέφτικων τραγουδιών. Με αφορμή κάποιες αφηγήσεις σχετικές με ζωοκλοπές και με  τους ντόπιους ληστές, βγήκε στην επιφάνεια και το όπλο του νοικοκύρη. Κατόπιν αυτού θέλησαν να τους απαθανατίσω φωτογραφικά με το όπλο και βγήκαμε στην αυλή, όπου άρχισαν τους εορταστικούς πυροβολισμούς με σκάγια και τους φωτογράφισα, σύμφωνα με την επιθυμία τους, σε πόζες φαρ-ουέστ. Είχε πια σουρουπώσει όταν αποφάσισαν οι «δικοί μου» να συνεχίσουμε προς το χωριό. Αποχαιρετίστηκαν ενθουσιωδώς δίνοντας ραντεβού για το βράδυ, στο γλέντι και το χορό με τα όργανα, που όπως μας πληροφόρησε θα έπαιζαν για το πανηγύρι. Εγώ είχα αγριευτεί κάπως με τις πατριαρχικές-ανταρσιακές συμπεριφορές αλλά είχα πλέον μεγάλη εμπειρία στην επιτόπια έρευνα με κτηνοτρόφους και ήξερα πόσο λιγότερο ή περισσότερο θεατρικά ήταν όλα αυτά  -εν μέρει και προς δικό μου εντυπωσιασμό- και ήμουν ψύχραιμη παρατηρήτρια, προσαρμοζόμενη στα ήθη τους, ως και φιλοξενούμενη, εξάλλου.
Προχωρήσαμε μέσα στο χωριό και, καθώς το πατρογονικό σπίτι των συνταξιδιωτών μου είναι ερείπιο, θα πηγαίναμε να επισκεφθούμε το σπίτι του πρώτου εξαδέλφου του γερο-Μήτσου, ο οποίος μένει μόνιμα εκεί. Φτάσαμε στο σπίτι, στο κέντρο του χωριού, παρόμοιο στη διαρρύθμιση με το προηγούμενο. Άλλα καλωσορίσματα και αγκαλιάσματα εκεί, γέλια και φιλιά, συστάσεις για μένα και το ρόλο μου (περίπου, μετά κατάλαβα τι νόμισαν) στην παρέα. Απ’ ό,τι αντιλήφθηκα, η άφιξή μας δεν ήταν αναμενόμενη, τους την έκανε έκπληξη ο γερο-Μήτσος, αλλά η προσέλευση συγγενών και φίλων και από άλλα χωριά είναι αυτονόητη και ευπρόσδεκτη στα πανηγύρια, οπότε δεν έδειξαν να δυσανασχετούν, το αντίθετο.  Μας πέρασαν στη σάλα. Ο εξάδελφος, ένας ψηλός, λεβέντης γέροντας που στηριζόταν σε μια μαγκούρα, ήταν αρχηγός μιας μεγάλης οικογένειας, με εννιά παιδιά, γιους και κόρες. Παντρεμένα όλα, δεν έμεναν μόνιμα στο χωριό αλλά είχαν κάνει οικογένειες και κατοικούσαν σε αστικά κέντρα της Ηλείας και της Αχαΐας (Πύργο, Πάτρα) και στην Αθήνα, ενώ στο χωριό έμεναν μόνιμα οι γέροντες με έναν  από τους γιους, θαρρώ. Καθώς είχαν έλθει όλοι για το πανηγύρι, το σπίτι έσφυζε από κόσμο, μεγάλους και μικροπαίδια. Μας κέρασε η μικροκαμωμένη και ταλαιπωρημένη, όπως φαινόταν, μαυροφορεμένη γερόντισσα νοικοκυρά  μπακλαβά σπιτικό γιατί θα τρώγαμε φαγητό μετά, στα όργανα. Πιάσανε την κουβέντα, ενώ μανάδες και παιδιά κυκλοφορούσαν τριγύρω μας με φούρια, προετοιμαζόμενοι και για τη βραδινή έξοδο στο πανηγύρι. ΄Εβλεπα με έκπληξή μου να μπαινοβγαίνουν στο σπίτι και 3-4 παπάδες και με πληροφόρησαν ότι ήταν όλοι τους γαμπροί του οικοδεσπότη, σύζυγοι κάποιων από τις θυγατέρες του!
Ήρθε η ώρα να βγούμε έξω, να πάμε όλοι (πλην της γιαγιάς που θα έμενε να φροντίζει δύο από τα μικρά εγγόνια που είχαν πυρετό) στο χώρο όπου θα έπαιζαν τα όργανα και θα γινόταν το γλέντι για τη γιορτή του 15αύγουστου, παραμονή. Όταν βγήκαμε όλοι μαζί και ξεκινήσαμε σαν σε οικογενειακή πομπή, είπα παράμερα στον γέρο-Μήτσο: «Μπάρμπα Μήτσο, πού θα κοιμηθούμε;» «Εδώ, στου ξάδερφου!» μου λέει, με άνεση. «Μα, εδώ είναι τόσος κόσμος, πού θα μας βάλουν και εμάς;», είπα, «και καλά εσείς που είσαστε συγγενείς, αλλά εγώ ντρέπομαι! Όση ώρα μείνει για ύπνο μετά τα όργανα, εγώ θα κοιμηθώ στο φορτηγό, στο κουβούκλιο, έχω μαζί μου υπνόσακκο, επί τούτου!» «Τι λες καημένη μου», μου λέει αυστηρά ο γερο-Μήτσος, «που θα σ’ αφήσουμε να κοιμηθείς στο φορτηγό, στο σπίτι θα μείνεις, τελείωσε!» Εκείνη τη στιγμή μας προσέγγισε και ο γερο-ξάδερφος, που είχε φαίνεται πάρει το αυτί του τη στιχομυθία μας. «Για άκου ΄δω, κυρά-Λένη», μου λέει αυστηρά, κουνώντας μπροστά μου τη μαγκούρα, «κουμάντο να κάνεις στο σπίτι σου! Εδώ κάνω κουμάντο εγώ και θα μείνεις απόψε στο σπίτι μου, μαζί με τους άλλους, είσαι φιλοξενούμενή μου, τελείωσε! Δεν σηκώνω κουβέντα, άκου θα κοιμηθείς στο φορτηγό κοτζάμ γυναίκα!» «Καλά της λες!» συμπλήρωσε ο γερο-Μήτσος. Σιώπησα και προχωρήσαμε προς το χώρο όπου είχαν στήσει  τέντα για τα όργανα. Λόγω υψόμετρου έκανε κρύο και είχαμε φορέσει ζακέτες. Το χωριό δεν είχε αρκετά μεγάλη πλατεία και η τέντα είχε στηθεί σε ένα πλάτωμα του δρόμου που οδηγεί στο χωριό, με την εξέδρα για την ορχήστρα σύρριζα στο φρύδι του γκρεμού που ανοίγεται στη μια πλευρά του δρόμου και τα τραπεζο-καθίσματα πάνω στο οδόστρωμα. Λόγω κρύου, πλαστικά πανιά τύλιγαν γύρω-γύρω όλο το χώρο, δημιουργώντας ένα είδος κλειστής αίθουσας.
Μόλις μπήκαμε, ο κουμπάρος που είχαμε ήδη γνωρίσει ήταν εκεί με την οικογένεια, είχε πιάσει ένα μεγάλο επίμηκες τραπέζι κοντά στην πίστα του χορού και στα όργανα και μας φώναζε να πάμε να καθίσουμε όλοι εκεί, παρέα. Ταχτοποιηθήκαμε όλοι, κοσμικοί και παπάδες, μικροί και μεγάλοι,  οικογενειακώς, μαζί με την οικογένεια του κουμπάρου. Τα αγχωμένα νεαρά γκαρσόνια, αεικίνητα,  άρχισαν να φέρνουν κουτιά μπύρες και γουρουνοπούλα σουβλιστή, κριτσανιστή εξωτερικά και ζουμερή εσωτερικά,  σε λαδόκολλα. Τα τραπέζια είχαν σχεδόν όλα καταληφθεί ενώ εισέρρεαν συνεχώς οι χωριανοί συν γυναιξί και τέκνοις, των  γιαγιο-παππούδων και των  μωρών συμπεριλαμβανομένων,  όσο ηλικιωμένοι κι αν ήταν οι πρώτοι και όσο νεογνά τα δεύτερα. Οι ανταλλαγές ευχών για τη γιορτή και καλωσορισμάτων  πλημμύριζαν το χώρο με χαρούμενη  οχλαγωγία. Η ορχήστρα πάνω στο πάλκο μόλις είχε αρχίσει να παίζει μουσικά κομμάτια, οι τραγουδιστές δεν είχαν ανέβει ακόμα. Έτσι που έβλεπα την εξέδρα της ορχήστρας προχειροφτιαγμένη με σανίδες σύρριζα στο γκρεμό, φοβόμουν μην κατρακυλήσουν, μουσικοί και όργανα, στο χάος.
Είχα ανοίξει το κασετόφωνο για την καταγραφή και είχα έτοιμη και τη φωτογραφική μηχανή. Ανέβηκαν στο πάλκο και οι «τραγουδιάρες», μια μεσόκοπη γυναίκα, φίρμα των δημοτικών τραγουδιών στην ευρύτερη περιοχή, και μια νέα και "θεωρητικιά", προκλητικά ντυμένη, κοπέλα, ως «γλάστρα»-κράχτης. Χρέη τραγουδιστή έκανε και ο κλαριτζής. Η ώρα περνούσε, οι οικογενειακές παρέες είχαν αρχίσει να σηκώνονται μία-μία για χορό, κατόπιν σειράς προτεραιότητας, σύμφωνα με το γραπτό σημείωμα-παραγγελιά που είχαν στείλει στην ορχήστρα. Παραδοσιακά τραγούδια, τσάμικα και καλαματιανά,  σύμφωνα με την επιθυμία του εκάστοτε πρωτοχορευτή, έπαιζε η ορχήστρα, δεχόμενη και τη «χαρτούρα», τα χαρτονομίσματα που της ακουμπούσε ο πρωτοχορευτής ή κάποιο άλλο μέλος της οικογένειας για χάρη του, ιδίως  για τις γυναίκες. Ήρθε η σειρά και της δικής μας «παρέας» για χορό. Σηκώθηκαν όλοι (πλην εμού, που ηχογραφούσα), μηδέ των παπάδων εξαιρουμένων, ενώ προστέθηκαν στον κύκλο και κανα-δυο άλλοι παπάδες, γνωστοί και συγγενείς τους από άλλες παρέες. Οι παπάδες δέσποζαν με τα μαύρα ράσα τους στον κύκλο του χορού και στο χώρο γενικότερα, σαν αλλόκοτη “danza macabra”. Θεώρησα το θέαμα ενδιαφέρον εθνογραφικά και άξιο φωτογράφισης και καθώς λάβαινε χώρα σε δημόσιο χώρο, τράβηξα μια φωτογραφία. Το άναμμα του φλας τράβηξε την προσοχή ενός από τους χορευτές παπάδες, ο οποίος αποσπάστηκε από το χορό και ήρθε κοντά μου θυμωμένος, λέγοντάς μου να τον ακολουθήσω έξω. Τον ακολούθησα περίεργη τι με ήθελε και εκείνος με επέπληξε δριμύτατα για το ότι είχα τραβήξει φωτογραφία, προσπαθώντας μάλιστα να μου αποσπάσει τη μηχανή για να καταστρέψει το φιλμ, γιατί, όπως μου είπε, είχα τραβήξει τη φωτογραφία με σκοπό να την βάλω, ως «δημοσιογράφος» που ήμουν, στις εφημερίδες ή/και να τη στείλω στον Δεσπότη και να βρουν τον μπελά τους. Προσπάθησα να του εξηγήσω το λόγο που την είχα τραβήξει, λέγοντάς του ότι εγώ θεωρούσα προς τιμήν τους το να συμμετέχουν  με αυτό τον τρόπο στο πανηγύρι και ότι δεν σκόπευα να κάνω αυτά που φοβόταν, αρνούμενη να του παραδώσω το φιλμ. Με τα πολλά  υποχώρησε και μπήκαμε μέσα, προς ανακούφιση του γέρο-Μήτσου που είχε ανησυχήσει για το τι με ήθελε ο παπάς, και τον είδα έτοιμο να αναλάβει δράση για να με προστατεύσει. Η «παρέα μας» χόρευε ακόμα σε πλήρη ανάπτυξη, με γονιούς, γιους, κόρες, νύφες και γαμπρούς να σέρνουν το χορό εναλλάξ, να καμαρώνει και να την καμαρώνουν οι συγχωριανοί ή και να την σχολιάζουν. Κάποια στιγμή, ο «καου-μπόυ» κουμπάρος που είχαμε συναντήσει μπαίνοντας στο χωριό, μερακλωμένος, άφησε το χορό, πλησίασε στο τραπέζι, πήρε στο ένα χέρι το πιστόλι που φαίνεται είχε φέρει μαζί του και στο άλλο χέρι ένα παχύτατο πάκο πεντοχίλιαρα που έβγαλε από την κολότσεπη, άρχισε να τα πυροβολεί με σκάγια και να τα πετάει στον αέρα σαν φέιγ-βολάν, φωνάζοντας «θα τα κάψω»!  Προς στιγμήν όλοι  έμειναν άφωνοι, η ορχήστρα σταμάτησε, οι χορευτές το ίδιο, αλλά σύντομα άρχισαν να σιγοντάρουν τον κουμπάρο: η ορχήστρα με έντονη μουσική και οι συνδαιτυμόνες με γιουχαΐσματα, παροτρύνσεις και  γέλια. Μόνο την γυναίκα του είδα να γίνεται κατάχλωμη και να πέφτει με τα γόνατα κάτω, μαζί με το κορίτσι, και να προσπαθεί, μπουσουλώντας κάτω από τα τραπέζια, να περισώσει ό,τι μπορούσε από τα σκορπισμένα πεντοχίλιαρα, που με τόσους, και δικούς της κόπους, είχαν αποκτηθεί. Εκείνος της έβαλε τις φωνές: «Σήκω μωρή, άστα να πάνε στο διάολο, μην τα μαζεύεις»! Αλλά εκείνη συνέχισε, προσηλωμένη στο έργο της, αν  και φοβισμένη και απελπισμένη. Το επεισόδιο έληξε και το γλέντι συνεχίστηκε με άλλες παρέες στο χορό.
Κατά τη μιάμιση, ο γερο-ξάδερφος, ο πατριάρχης της οικογένειας, πήρε τη μαγκούρα του και με πλησίασε. «Σήκω, φεύγουμε», μου λέει επιτακτικά. «Πού να πάμε;» του λέω εγώ έκπληκτη. «Στο σπίτι, πέρασε η ώρα, σήκω να φύγουμε!» μου λέει, ακόμα πιο επιτακτικά. «Μα εγώ κάνω δουλειά εδωπέρα, ηχογραφώ τα τραγούδια, είναι νωρίς ακόμα», του λέω, «πηγαίνετε εσείς και θα έρθω με τους άλλους». «Σήκω είπα, είσαι φιλοξενούμενή μου και θα κάνεις αυτό που σου λέω!», είπε κουνώντας απειλητικά τη μαγκούρα μπροστά μου.  Έδωσα τόπο στην οργή και σηκώθηκα, μάζεψα τα πράγματά μου και τόλμησα να βγάλω πορτοφόλι να πληρώσω, ό, τι μου αναλογούσε, αλλά η δολοφονική ματιά του γέρου και το εκ νέου σήκωμα της μαγκούρας μαζί με τις διαμαρτυρίες και των άλλων τώρα, με έκαναν να το βάλω πάλι στην τσάντα μου. Τον ακολούθησα, ενώ οι άλλοι γελούσαν και μου έλεγαν «βρήκες το μπελά σου με το γέρο, κάνε κι αλλιώς, δεν τα βγάζεις πέρα!». 
Φτάσαμε στο σπίτι, όπου στο «χειμωνιάτικο» δωμάτιο βρήκαμε πάνω σε ένα διπλό κρεβάτι την γιαγιά μαζί με τα δύο άρρωστα εγγόνια, να τους έχει πάρει ο ύπνος. «Γριά, σήκω!» έβαλε τις φωνές ο γέρος, «σήκω να βάλεις μεζέ και να τηγανίσεις και πατάτες να φάει η ξένη γυναίκα»! «Μα τι λέτε» του είπα εγώ αγανακτισμένη, «θα σηκώσετε τη γυναίκα τέτοια ώρα να μου φτιάξει εμένα φαγητό; Φάγαμε στο πανηγύρι, δεν θέλω, σας παρακαλώ!» «Εσύ να κάνεις κουμάντο στο δικό σου σπίτι, όχι στο δικό μου, άκουσες;» μου είπε άγρια και πρόσθεσε «άντε μωρή, σήκω» απευθυνόμενος προς την ταλαίπωρη γιαγιά που είχε ήδη ανασηκωθεί από το στρώμα, λέγοντας «καλά, σηκώνομαι, μη φωνάζεις, θα ξυπνήσεις τα παιδιά, είδα κι έπαθα να τα κοιμήσω!». Κάνοντάς μου νόημα να μην του φέρνω αντιρρήσεις, σηκώθηκε και ασχολήθηκε με τις πατάτες, αφού το βραστό ήταν έτοιμο. Εγώ  με το γέρο καθίσαμε στο τραπέζι. Καθώς η γιαγιά ετοίμαζε την παραγγελία ενώ εγώ ήθελα να ανοίξει η γη να με καταπιεί, ο γέρος μου έκανε μάθημα περί των  απαράβατων κανόνων της φιλοξενίας και του ποιος κάνει κουμάντο στο σπίτι.  Ψιλο-έφαγα, να μην είναι μάταια και η νυχτερινή ταλαιπωρία της γιαγιάς, η οποία μετά με οδήγησε στη σάλα, για τον ύπνο. Μπαίνοντας είδα το πάτωμα στο μεγάλο δωμάτιο στρωμένο απ’ άκρου εις άκρον με καθαρά, λευκά στρωσίδια κατάχαμα, όπου θα κοιμόμασταν η αφεντιά μου και αρκετά από τα μέλη της οικογένειας στρωματσάδα, πλάι-πλάι. Μου υπέδειξε ένα από τα στρωσίδια στη μια άκρη που προοριζόταν για μένα και με καληνύχτισε. Την καληνύχτισα και εγώ με ευχαριστίες, ζητώντας της συγγνώμη για την αναστάτωση που τους είχα φέρει και για τα όσα είχαν προηγηθεί. «Μη στενοχωριέσαι, παιδάκι μου», μου είπε εκείνη γελαστή, «χαρά μας να σε φιλοξενήσουμε, αυτά έχει το πανηγύρι, μαθημένα τα βουνά από τα χιόνια, μόνο που δεν έχουμε τρόπο να σε περιποιηθούμε όπως πρέπει»! Ξάπλωσα μισο-ντυμένη στο στρώμα αλλά δεν με έπαιρνε ο ύπνος, αναλογιζόμενη τα όσα είχαν συμβεί εκείνη την ημέρα, που μου φαινόταν μήνας. Σε κάμποση ώρα άκουσα φασαρία και σε λίγο, κόρες, γαμπροί-παπάδες και παιδιά ξάπλωσαν στα διπλανά μου στρωσίδια και δεν άργησε να πέσει ησυχία. Καθώς σε λίγο ακούγονταν οι ρυθμικές ανάσες και τα ροχαλητά των συν-κοιμωμένων μου, νοιώθοντας μια συντροφικότητα και μια ασφάλεια που είχα να νιώσω από ανάλογες πανηγυρικές στρωματσάδες παιδί στο χωριό, με πήρε ο ύπνος…
Ξυπνήσαμε σχετικά νωρίς, οι παπάδες και ο γέρος πριν από όλους για τη λειτουργία. Φάγαμε με τον γερο-Μήτσο ψωμοτύρι για πρωινό με καφεδάκι στη σκιά της συκομουριάς στην αυλή, και όταν ήρθε και ο Γιώργης που είχε κοιμηθεί τελικά στο φορτηγό, αποχαιρετίσαμε και ευχαριστήσαμε ην οικοδέσποινα και φύγαμε. Ξεκινήσαμε με τα πόδια μια μεγάλη βόλτα μέσα  στο χωριό, πρώτα στο ερειπωμένο πατρικό τους και μετά σε άλλα σπίτια, καθώς και στο γεφύρι πάνω στον Πηνειό ποταμό, που χωρίζει το χωριό στη μέση. Καθώς ήταν ημέρα μεγάλης γιορτής και ο -αμίλητος σχεδόν σε όλο το ταξίδι- Γιώργης ήθελε να είναι  και με την οικογένειά του ενώ και οι δουλειές πίεζαν, μετά την περιήγηση ανεβήκαμε στο φορτηγό και φύγαμε. Στο δρόμο σχολιάζαμε τα όσα είχαν προηγηθεί τη νύχτα στα όργανα και ειδικά τα κατορθώματα του κουμπάρου. «Α, αυτός είναι τρελός, δεν υπολογίζει τίποτα!» είπε ο γερο-Μήτσος. «Ξέρεις πόσα λεφτά είχε στα χέρια του; Ένα εκατομμύριο διακόσες χιλιάδες δραχμές, όλη την είσπραξη από τα ζωντανά που είχε πουλήσει!» «Τι λες, αποκλείεται τόσα πολλά» του είπα εγώ, που το ποσό μου φαινόταν αστρονομικό, της μισθωτής. «Ξέρω τι σου λέω», μου είπε και πρόσθεσε, «πριν δύο-τρία χρόνια, όχι μόνο έκανε τα ίδια αλλά και κατά το πρωί που τελείωνε το γλέντι και οι μουσικοί είχαν κατεβεί από το πάλκο, σήκωσε, μεθυσμένος, ολόκληρη την εξέδρα και την έριξε πίσω, στο γκρεμό, μαζί με τα όργανα»!  «Τι λες!» του είπα εγώ σοκαρισμένη, «και δεν είχε επιπτώσεις;» «Ε, του ρίξανε κανα-δυο χρόνια φυλακή, αλλά πλήρωσε και βγήκε, μουρλός σου λέω»!
 Όταν φτάσαμε στο Σιμόπουλο, εγώ κατέβηκα από το φορτηγό, τους αποχαιρέτισα, τους ευχαρίστησα και δώσαμε ραντεβού στα σπίτια τους για την επαύριο ή όταν θα είχε φτιαχτεί το αυτοκίνητό μου, να συνεχίσουμε την κουβέντα μας. Τηλεφώνησα από ένα καφενείο στην οδική βοήθεια και περίμενα να έρθει να με πάρει μαζί με το ντεσεβό για κάποιο συνεργείο…»

(Βλ. και Ελένη Ψυχογιού, Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών, Αρχείο χειρογράφων, χ/φο αρ. 4400/1989, όπου και οι απομαγνητοφωνημένες συνομιλίες και περισσότερες φωτογραφίες).


5 Ιαν 2016

Κάρα, καροποιία και μεταφορές με κάρο στη ΒΔ Πελοπόννησο:


Οι τελευταίοι καραγωγείς στην Αμαλιάδα Ηλείας

Στο πλαίσιο της έρευνάς μου για την κατασκευή και τη χρήση του ξύλινου κάρου με δύο ρόδες (μονόκαρο) που σύρεται από άλογο στη βορειοδυτική Πελοπόννησο (1980-1989), έχω ήδη αναρτήσει σε αυτήν εδώ την ιστοσελίδα  κείμενα  σχετικά με την κατασκευή του κάρου (βλ. http://psychogiou.blogspot.gr/2012/12/blog-post.html  ) όσο και για τους καραγωγείς (βλ. http://psychogiou.blogspot.gr/2012/02/blog-post.html) τα οποία φαίνεται να προσελκύουν το ενδιαφέρον, εντός και εκτός Ελλάδος (όσο βεβαίως μπορεί κανείς να κρίνει με βάση την επισκεψιμότητα, όπως την καταγράφει η google).

 Ορμώμενη λοιπόν από αυτό το ενδιαφέρον, θεωρώ χρήσιμο να αναρτήσω και τις παρακάτω μαρτυρίες που αφορούν το επάγγελμα του καραγωγέα. Οι μαρτυρίες έχουν καταγραφεί σε μαγνητόφωνο κατά τη συνομιλία μου με δύο επαγγελματίες καραγωγείς/"καρολόγους" μέσα στο παλιό, παραδοσιακό καφενείο του Κίντου στην Αμαλιάδα Ηλείας, το οποίο αποτελούσε και σημείο συγκέντρωσης των εν λόγω επαγγελματιών στην πόλη, προς αναζήτηση εργασίας. Η συνομιλία έλαβε χώρα τον Ιούλιο του 1985 στο πλαίσιο της «λαογραφικής αποστολής» μου για επιτόπια έρευνα στο νομό Ηλείας, εντεταλμένης από το Κέντρο Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών όπου εργαζόμουν ως ερευνήτρια (1972-2006). Εδώ σε ηλεκτρονική αντιγραφή από το χειρόγραφο αυτής της έρευνας που βρίσκεται στο αρχείο του ΚΕΕΛ (Ελένη Ψυχογιού, αρ. χ/φου 4467/1992, σελ. 460-491).
 Οι παρακάτω μαρτυρίες παρέχουν  πληροφορίες για τους καραγωγείς, τη σχέση τους με τα άλογα και το κάρο καθώς και για το επάγγελμα του καραγωγέα και για τη σημασία του για την οικονομία, τη γεωργική παραγωγή, την κοινωνία, τη χωροταξία, το περιβάλλον, τις μεταφορές, το εμπόριο, την οδοποιία, τα άλογα και την επαγγελματική  χρήση τους και όχι μόνο, καθώς είναι ανοιχτές σε πολλαπλές αναγνώσεις.
 Πέραν αυτών όμως, εκτιμώ ότι αυτές οι μαρτυρίες είναι σημαντικές και γιατί αποτελούν προσωπική, εκ βαθέων κατάθεση των δύο τελευταίων επαγγελματιών  καρολόγων κατά την κρίσιμη υπαρξιακά και  μεταιχμιακή πολιτισμικά στιγμή της αποχώρησής τους από ένα επάγγελμα το οποίο  εξαφανίζεται ταυτόχρονα με τη δική τους απόσυρση από αυτό, αφού τα κάρα που σέρνουν τα  άλογα για τις μεταφορές, είχαν ήδη προ πολλού αντικατασταθεί εδώ αμετάκλητα, από τα αυτοκίνητα.

Μαρτυρίες καρολόγων (Ιούλιος 1985)

(Βλ. και http://psychogiou.blogspot.gr/2012/02/blog-post.html )

[Δυστυχώς δεν έχουν απομαγνητοφωνηθεί οι ερωτήσεις της ερευνήτριας αλλά μόνο οι απαντήσεις και η αφήγηση των συνομιλητών. 
Τα εντός αγκυλών στο κείμενο αποτελούν επεξηγήσεις της γράφουσας, Ε.Ψ. ]


(πηγή φωτ.: Ελένη Ψυχογιού, "Λεχαινά, Ο τόπος τα σπίτια", καλλιτεχνική επιμέλεια Σωσώ Κατσούφη-Σεβδαλή, εκ παραδρομής, Λεχαινά 2008) 

Θανάσης Κίντος, 75 χρονών, Αμαλιαδαίος, καρολόγος «μέχρι τα χτες»: Πούλησα το άλογο πριν δέκα μέρες. Είχαμε σωματείο οι καρολόγοι. Αλλά και παλαιά, πριν το σωματείο ήσαντε καρολόγοι, πολλοί. Ε, μετά φτιάσαμε το σωματείο, το είχε φτιάσει ο πατέρας μου που ήτανε και ‘κείνος καρολόγος, το 1932. Τότε το φτιάσαμε τοσωματείο και το είχαμε μέχρι τελευταία. Το λέγαμε «Αδερφότης». Σωματείο «Αδερφότης» καροτσαραίων. Εμείς, στην ημέρα μας, ήμαστε 25 μέλη. Είχαμε δικά μας κάρα και τα χρησιμοποιούσαμε μόνο  για μεταφορές. Εγώ, σα νοικοκύρης πού ημουνα, δεν έκανα να πούμε άλλη δουλειά, μόνο με το κάρο. Είχαμε τρία κάρα, η οικογένειά μας, αλλά είχαμε και καροτσαραίους που δουλεύανε για μας, στα κάρα μας. Ο πατέρας μου τα είχε τα κάρα, είμαστε πολλά αδέρφια. Αλλά είχα εγώ αναλάβει τα κάρα και βάναμε και καρολόγους και δούλευε  και ένας αδερφός μου. Αυτός δούλευε και στα χτήματα. Τους καρολόγους τους επαίρναμε τότε με το μεροδούλι. Εδουλεύανε από τη νύχτα μέχρι την άλλη νύχτα, συνεχόμενα. Εμείς επαίρναμε χοντρές δουλειές, όπως αυτός ο δρόμος [η παλιά εθνική οδός Πατρών-Πύργου]. Πηγαίναμε [με τα κάρα] στου Χάβαρι απάνου στην Πηνεία,  επαίρναμε τη συντήρηση [;] και δίναμε χαλίκια ό,που φτιαχνότανε δρόμος. Εκουβαλάγαμε και πέτρα από το Ρουπάκι, είχαμε φτιάσει τα νταμάρια εμείς και βάναμε ανθρώπους και βγάνανε την πέτρα με φουρνέλο και είχαμε κι άλλο νταμάρι –που θέλανε πιο σκληρή πέτρα– την παίρναμε απ΄τον άη-Λιά (χωριό Άγιος Ηλίας) με το βαρδέλι, είναι κοντά στον Πύργο [το χωριό], στο «Μιραμάρε» [ξενοδοχειακή μονάδα κοντά στο χωριό]. Για σπίτια [τις πέτρες] ή τις σπάγανε για χαλίκι που φτιάνανε τους δρόμους, τα άσφαλτα. 


Κάρο φορτωμένο με σακιά με σταφίδα και καροτσέρηδες, μάλλον στα Λεχαινά (πηγή: περιοδικό  Διάλογος 16 (1982), εξώφυλλο. 

Και σταφίδα. Τώρα που είναι καλοκαίρι, κουβαλάγαμε και σταφίδα. Πηγαίναμε στην Πάτρα, στην Κατοχή  [κατά τη Γερμανική κατοχή]. Και πριν της Κατοχής, πηγαίναμε συνέχεια στην Πάτρα. Όταν πηγαίναμε στην Πάτρα, το βράδυ μέναμε στις Αχαγιές  [Άνω και Κάτω Αχαΐα], ξεκινάγαμε [από την Αμαλιάδα] το πρωί, τη νύχτα, στις δύο η ώρα [π.μ.]. Κολατσίζαμε στου Λάπα, είχε χάνι εκεί, Από ΄κεί σταματάγαμε στις Αχαγιές και μέναμε το βράδυ εκεί.  Το χειμώνα αυτά. Αλλιώς, το καλοκαίρι, εξεκινάγαμε το πρωί και το βράδυ ήμαστε στην Πάτρα. Την άλλη μέρα το πρωί, ήμαστε πρώτοι στις αποθήκες να ξεφορτώσουμε. Πηγαίναμε και δέκα κάρα μαζί, και δεκαπέντε. Φεύγανε [κάρα] από την Αμαλιάδα, τη Γαστούνη, τα Λεχαινά και μαζευόμαστε πολλοί.  Όταν εφτάναμε στην Πάτρα, εξεπεζεύαμε στις γραμμές, κοντά στο σταθιμό, στον Αγιαντρέα και βάναμε στ’ αλογα βρώμη, σανό και τρώγανε. Μέχρι να ξεφορτώσουμε, ξαπλώναμε απάνου στα σακιά [με τη σταφίδα], στα κάρα. Μετά, άμα ξεφορτώναμε, φεύγοντας σταματάγαμε κοντά στα σφαγεία [των Πατρών, πάνω στην παραλιακή οδό προς τον Πύργο] και τρώγαμε πατσά –είχε ‘κεί μαγαζά που φτιάνανε πατσά–, κολατσίζαμε  και φεύγαμε. Στο δρόμο, όσοι μπορήγανε, χαλάγανε τον κόσμο στο τραγούδι. Ήσαντε και γλεντζέδες, όσοι ήσαντε μερακλήδες στο τραγούδι, εχαλάγανε την κοινωνία.
Οι συμφωνίες εγινόσαντε με το φορτίο, την οκά, πενήντα λεφτά [της δραχμής] την οκά. Βάναμε απάνου [στο κάρο] εφτακόσες οκάδες, όσες ετράβαγε το άλογο, ανάλογα. Άλογα επαίρναμε από την Πάτρα, την Αθήνα, ξένα άλογα, όχι ελληνικά. Όχι από την Πηνεία. Τα περσότερα ήσαντε Σέρβικα κι Αραβικά. Τα ντόπια, τα «γιωργαλούδικα»[1], δεν κάνανε γι’ αυτή τη δουλειά [τις βαριές μεταφορές με κάρο], ήσαντε για καβάλα. Καροτσέρηδες [μάλλον εννοεί αλογο-τρόφους] ήσαντε ο Γιάννης ο Πόπορης απ’ το Νιχώρι, ο Γρηγόρης ο Τσεκουράς [Ανδραβίδα;], εμείς είχαμε πάρει το άλογο του Κολλιέωνε [οικ. Κόλλια].
Μέχρι τα πέρυσι [το …] εδουλεύαμε στο [σιδηροδρομικό] σταθιμό. Είχαμε τη δουλειά του ΟΣΕ πολλά χρόνια, κουβαλάγαμε τα λιπάσματα από το σταθιμό στις αποθήκες.  Τους εσύφερνε [συνέφερε] καλύτερα με τα κάρα. Και τώρα τους συφέρει καλύτερα με τα κάρα, γιατί πληρώνουνε λιγότερα. Γιατί για να πάρεις [φορτηγό] αυτοκίνητο πρέπει να  πληρώσεις και στιβαδόρους, ενώ εμείς [οι καρολόγοι] την κάνουμε αυτή τη δουλειά μοναχοί μας: φόρτωμα-ξεφόρτωμα και κουβάλημα. Και πληρωνόμαστε με τον τόνο. Ετώρα έχουνε μείνει μόνο δύο κάρα που κάνουνε αυτή τη δουλειά, τα τελευταία. Γιατί τη δουλειά την είχαμε μέχρι τα χτες εμείς. Τώρα μείνανε μαναχοί τους. Εμείς την είχαμε τη δουλειά δεκαπέντε χρόνια τώρα. Ο σταθιμός [ο ΟΣΕ) έκανε δημοπρασία και δεν τη βαρήγανε τη δουλειά άλλοι, έτσι έμενε ούλο σε ‘μάς!



Αμαλιάδα 1980.  Κατασκευή "θηλειάς" ή "λαιμαριάς" που έμπαινε στο λαιμό του αλόγου. Δεξιά της εισόδου , διακρίνονται ποστιασμένες η μια πάνω στην άλλη οι έτοιμες λαιμαριές.

[Άλλος νεότερος, συνομιλητής, που μπήκε εντωμεταξύ στο καφενείο παρεμβαίνει και του οποίου δυστυχώς δεν κατέγραψα το ονοματεπώνυμο]: «Εγώ είχα κάρο μέχρι πριν ένα μήνα αλλά αρρώστησα πάνω στη δουλειά και το πούλησα. Το πήρε ένας από τη Ροβιάτα που το χρειαζότανε. Αυτά τα κάρα που λέμε τώρα, δεν είναι σαν τα παλαιά, με τις δύο ρόδες. Μιλάμε για «διπλόκαρα», κάρα-πλατφόρμες με τέσσερες λαστιχένιας ρόδες και σούστες. Στα διπλόκαρα φορτώναμε δυόμισι τόνους.  Απ΄τα άλλα κάρα (με τις δύο μεγάλες ξύλινες ρόδες) δεν υπάρχει κανένα. Αν βρεις κανένα σε κανένα χωριό –και πάλι όχι. Αν δεις ‘κανα μονόκαρο, θα ντο ιδείς μοναχά σε κορνίζα [φωτογραφία]! Αν έχεις πάει στο Παλούκι [παραλία κοντά στην Αμαλιάδα], στο εστιατόριο, θα ιδείς να ‘χει νια ρόδα (μεγάλη, ξύλινη από κάρο] για στολίδι. Έστειλα ‘γώ στην Αθήνα –πως το λέμε, έτσι για αντίκα–  τέτοιες ρόδες. Εδώ στην περιοχή μονάχα ένα μονόκαρο υπάρχει και ‘κείνο  δεν το φέρνουνε ‘δώ. Αυτά τα μονά κάρα εσταματήσανε από τότε που φέρανε τα λιπάσματα. Πρώτος-πρώτος εγώ έφερα διπλόκαρο. Μετά εφέρανε οι άλλοι. Μιλάμε γύρω στα 1968-’70, τότε σταματήσανε [τα «μονά» κάρα], το ΄70. 

\
Καραγωγέας μεταφέρει οικοσκευή με "διπλόκαρο" στον Πύργο 

Γιατί θυμάμαι ΄γώ το κάρο [το «διπλόκαρο»] το δικό μου, είχαμε στήσει πόλεμο με τη γυναίκα μου  για να το πάρω μέσω [Αγροτικής] τραπέζης. Γιατί η γυναίκα μου δεν ήθελε να χρεωθούμε στην τράπεζα. Τότε, το ’70 ήτανε. Το παλιό το κάρο [το «μονό»] το πούλησα στην Πηνεία, σε κάποιονε. Τα κάρα [τα παλιά, τα «μονά»] τα παίρναμε κι από ‘δώ, απ’ τον Μουρίκη [καροποιός] αλλά φτιάνανε και στην Αντραβίδα καλά κάρα. Για μονόκαρα είχαμε [κατασκευαστές] και ΄δώ στην Αμαλιάδα, τον Αντριόλα και τον Τρίγη, έχει πεθάνει  αυτός. Πεθάνανε αυτοί. Φκιάναμε και στον Πύργο, στον Κλάδη. Είχαμε πάρει και από την Πάτρα, απ΄τον Μπουχάγιερ. Τα πιο καλά κάρα τα έφτιανε ο Αντριόλας, ο Κλάδης και ο κουφός, ο Αντραβιδαίος, ο Γιαλούσης. Αλλά τα πρώτα-πρώτα κάρα τα έφτιαναν οι Αντριολαίοι και ο Κλάδης, στον Πύργο. Από πού τήνε μάθανε την τέχνη, δεν ξέρουμε. Τα καλύτερα ήταν του Κλάδη, «το κάρο θα σκάει καλύτερα», δηλαδή που έκανε κρακ-κρακ-κρακ-κρακρακράκ! Δηλαδή σα να ‘χεις σήμερα αυτοκίνητο και η κόρνα του να είναι διακριτικιά [αναγνωρίσιμη], να μπαίνεις σε ένα χωριό και να λένε «το αυτοκίνητο αυτό είναι του τάδε!» ΄Ετσι και με τα κάρα, [τα αναγνωρίζανε] από το θόρυβο, ελέγαμε «το κάρο αυτό είναι του τάδε», από το θόρυβο ξέραμε ποιο κάρο είναι. Ποιο πέρναγε, ποιο ξεκινάει πρώτο, ακουγότανε. Δηλαδή ο «άσσος» με τη «μπόσολα», εβάρηγε εδώ, απάνου στη «ροδέλα»[2] κι όταν ήτανε το κάρο δεμένο [καλοφτιαγμένο από κατασκευής], καλά σφιγμένο, εκουδούναγε. Όταν όμως φύραινε [χαλάρωνε] λίγο το κάρο, έχανε το θόρυβο.

Θανάσης Κίντος: Τα [δερμάτινα] ζέματα [ζεύγματα] του αλόγου τα παίρναμε από ‘δώ, από τους σαράτσηδες. Απ’ το Σωτήρη Δημητρόπ’λο και απ’ το Γιάννη το Μπουσούτη. Φκιάνουνε ακόμα ζέματα εδώ.  Σαν επαγγελματίες, τίποτα! Μας επήρανε στο ΙΚΑ, στην αρχή που πρωτοβγήκε το ΙΚΑ, ‘κονομάγαμε τότε, μας επήρε καμιά οχτακοσαριά χιλιάδες [δραχμές] τότε, ξέρω ‘γώ, σταμάτησε και η Ούρνα  (sic) [ εννοεί την «Ούνρα» UNRRA, τον Οργανισμό  Περίθαλψης και Αποκατάστασης των Ηνωμένων Εθνών, μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο] που μοιράζαμε [με τα κάρα] το αλεύρι και γυρνάγαμε τα χωριά και ΄κονομάγαμε, ε, σταμάτησε και μας το ΙΚΑ.  Ε, ύστερα τσου βάλαμε και στο δικαστήριο, πήραμε καμιά τρακοσαριά χιλιάδες [δραχμές]. Με λίγα λόγια, οι πιο αδικημένοι από δουλειά που κυκλοφορούνε σήμερα στην Αμαλιάδα, είμαστε ‘μείς, οι καραγωγείς –και σε όλα τα μέρη. Εγώ, όταν άφησα το κάρο επήρα μια μηχανή, ένα αυτοκίνητο έχω τώρα βγαλμένο [για τη δουλειά του]. Σε ορισμένους δώσανε άδειες και βγάλανε αυτοκίνητα, όπως εδώ, ο Κίντος, πήρε αυτός ο αδερφός του,  κα’να τεσσάρι-πέντε [άδειες] δώσανε ‘δώ.



Επαγγελματική ταυτότητα καραγωγέως στον Πύργο

Για να γίνεις καραγωγέας έπρεπε να ‘χεις ιδέα από άλογο, από κάρο, όπως με το αυτοκίνητο. Να ξέρεις δηλαδή, πού θα στρίψεις, τις στροφές, πώς θα οδηγήσεις. Βέβαια, είναι τέχνη κι αυτό… Και το άλογο. Όταν ήτανε μικρό, στην αρχή, πιάναμε ο ένας τη μία μεριά [του αλόγου] κι ο άλλος την άλλη, για να στρώσει. Στην αρχή του βάναμε πενήντα οκάδες, μετά εκατό, σιγά-σιγά, «όσο να ψηθεί η πλάτη του», λέγαμε. Τα είχαμε για δουλειά.
Παλιά, μαζευόμαστε κάθε Κυριακή 4-5 κάρα και πηγαίναμε στη θάλασσα και κάναμε μπάνιο στ’ άλογα. Τώρα απαγορεύεται να βάλεις άλογο μέσ’ στη θάλασσα, τουρισμός τώρα, δεν επιτρέπεται, ενώ ‘κείνα τα χρόνια πηγαίναμε τ’ άλογα στη θάλασσα. Το περσότερο τα πηγαίναμε για να ρίξουμε τα κάρα μέσ’ στη θάλασσα, να φουσκώνουνε και κάναμε μπάνιο και στ’ άλογα, τους κάνει καλό, όπως και στον άνθρωπο. Βάναμε και 5-6 άτομα πάνω στο κάρο και γινότανε σαν εκδρομή, να πούμε. Βάναμε το ΄να κάρο από ΄δω, τ’ άλλο από ‘κεί και τέντες πανιά [ελαιόπανα], και καθόμασταν κάτω, ο καθένας είχε πάρει το φαΐ του και τρώγαμε. Δεν υπήρχαν αυτοκίνητα τότε, ούτε μαγαζά στην παραλία [της Αμαλιάδας] να πας. Ετότε, γύριζες από τη δουλειά σου και μπορεί να μάζευες και οχτώ ανθρώπους απάνου στο κάρο. Τους συνάνταγες στο δρόμο, «ν΄ ανέβω και ΄γώ στο κάρο;», «ν΄ ανέβω και ΄γώ στο κάρο;» Ε, και τους έπαιρνες.  Τώρα, μπορεί να πηγαίνεις δύο ώρες δρόμο και να μη συναντάς άνθρωπο ν΄ανεβεί στο κάρο. Με λίγα λόγια, σβήσανε τ’ άλογα, θα ντα βλέπουμε στο χάρτη. Μετά πέντε χρόνια, δέκα το πολύ, δε θα βλέπεις άλογο. Μόνο η Ζάκυθος. Η Ζάκυθος έχει άλογα, κάρα δεν έχει. Τα άλογα τα φέρνουνε [οι Ζακυθινοί]  στην Αντραβίδα, στην Έκθεση και παίρνουνε βραβεία. Αλλά επειδή πέρυσι δεν τους δώσανε το βραβείο που θέλανε, εφέτος δεν πρέπει να ‘ρθούνε. Ούτε τα έξοδά τους δε βγάνουνε. Είκοσι χιλιάδες [δραχμές] πήρε βραβείο ένα άλογο, είκοσι χιλιάδες είναι τα μεταφορικά. Μόνο στην Αντραβίδα γίνεται τώρα Έκθεση και μπορείς ν’ αγοράσεις άλογο. Παλιά-παλιά, πριν από την Αντραβίδα ήτανε στη Γαστούνη, τ’ αγίου Κωνσταντίνου εγινότανε. Είχε πιο πολλά άλογα απ΄ την Αντραβίδα. Γιατί λέγανε «ο κάμπος της Γαστούνης»; Γιατί είχε τα καλύτερα άλογα, ντόπια! Γεννάγανε οι φοράδες εδώ και κάνανε αναπαραγωγή, άλογα καλά. Πλήρωνες άλογο, ντόπιο εδώ –εκείνα τα χρόνια, που ‘μουνα ‘γώ δέκα χρονώ, δεκαπέντε–  πλήρωσε ο πατέρας μου εφτά χιλιάδες δρα’μές, ετότε. Σήμερα ένα άλογο έχει εκατόν τριάντα χιλιάδες [δραχμές]. Τα καλά άλογα είναι ακριβά. Επέρυσι εγώ πλήρωσα άλογο εκατόν είκοσι χιλιάδες. Εδώ, οι ντόπιοι δεν παίρνουνε πλέον άλογα. Ένας απ’ την Αίγινα έρχεται κυρίως και  αγοράζει άλογα. Αλλά στην Αίγινα τα χρησιμοποιούνε κόλας, γιατί έχουνε αμπέλια με χαμηλά κλήματα και βάνουνε άλογο και τα οργώνουνε. Και στου Τζαμή [Γενί-Τζαμί, τοποθεσία στην Πηνεία, κοντά στην Εφύρα] το πανηγύρι πουλάγανε άλογα. Κι ακόμα γίνεται αλλά…τίποτα. Πέρυσι ζήτημα να ‘τανε είκοσι άλογα και τα ‘χουνε ούλο Γύφτοι. Παλιά επηγαίνανε και οι Γύφτοι αλλά ήσαντε  κι άλλοι, παίρνανε άλογα για τα χτήματά τους, εκεί βρίσκανε ούλο «γιωργαλούδικα» [την τοπική ράτσα Πηνείας]. Τέτοια έβγανε η Πηνεία, τα θέλανε πιο πολύ  για καβάλα και για ζευγάρι [όργωμα]. Αλλού γίνεται ζωοπανήγυρο και στην Κυπαρισσία, στο Κοπανάκι της Μεσσηνίας αλλά γίνεται και κάπου αλλού προς την Ολυμπία, του Βάλακα.
Όλοι οι καραγωγείς συχνάζαμε εδώ, σ’ αυτό το καφενείο και στις Καρούτες, προς την Ολυμπία ένα καφενείο, που ’ναι πολύ παλιό. Σ’ ένα άλλο καφενείο [της Αμαλιάδας] πηγαίνανε άλλοι καραγωγείς, στην πλατεία του άη-Θανάση. Εκεί ένας έχει μείνει. Εδώ δύο. Η δουλειά τού καρολόγου ήτανε ευχάριστη και έβγανε και λεφτά. Εγώ, [ο Θ. Κ.]  είχα πάει στου Λουκά [χωριό της Πηνείας, δήμος Ήλιδας]. Στου Λουκά δεν πάγαινε κανένας. Δεν ήτανε δρόμος για κάρο, δεν πήγαινε κάρο εκεί, ποτέ! Λοιπόν, είχε ένας κάτι τυριά εκεί [να μεταφέρει]. Και ήρθε εδώ, στ’ άλλο καφενείο και πήρε δύο καρολόγους και πήγανε. Μόλις φτάσανε στου Λαγανά [χωριό της Πηνείας] γυρίσαν πίσω. «Πού να πάμε», λένε, «’κεί πάνου;». Δεν πήγανε. «Βρε παιδιά, βρε αμάν, πάμε, θα περάσουμε!». Τίποτα. Ήρθε κάτου ο άνθρωπος, σου λέει, πάει, δε θα βρω κάρο… Εγώ τότε είχα ένα άλογο, κέλη, το καλύτερο άλογο! Λέει [του είπαν] αν έρθει κάποιος, θα ‘ρθει μοναχά ο Θανάσης ο Κίντος. «Ποιος είναι;» λέει, ρωτάει εδώ, εγώ μόλις είχα πάει στο σπίτι. Στείλανε ένανε  πρόσφυγα[3]  που ‘τανε εδώ, με φωνάξανε, λέει «σε θέλει ο κύριος». Μου λέει αυτός έτσι κι έτσι. Λέου, «δεν το έχω ακούσει αυτό ποτές, τι, πάει κάρο στου Λουκά; αφού δεν πάει κάρο στου Λουκά, τι με σταυρώνεις;» του λέω. «Εγώ», του λέω, «τώρα το πήρα τ’ άλογο». «Όχι», λέει, «είναι καλός ο δρόμος», έτσι κι έτσι. Αυτός τώρα, πονηρός, για να με καταφέρει, λέει «φορτώσεις δε φορτώσεις, θα πάρεις εφτακόσες δρα[χ]μές, θα τις δώκουμε ‘δώ», λέει, «στον   κυρ-Γιώργη». Εφτακόσα φράγκα τότε, ήτανε πολλά λεφτά. «Κι αν θα φορτώσεις», μου λέει, «θα συμφωνήσουμε πόσα θες το βαρέλι, τόσα θα πάρεις,  το αγώι σου θα το πληρωθείς εκεί ‘πάνου, τούτα [τα 700] θα τα πάρεις μπουρμπουάρ», μου λέει. Αυτόν τον έκανε για να με ξεκινήσει να πάω.  Σου λέει, ήρθανε δύο και φύγανε, και τούτος που θα ‘ναι μοναχός του; Με πήρε, πάμε. Μου λέει, «θα βάλεις απάνου [στο κάρο, στον πηγαιμό] και ένα σακί πατάτες, θα βάλεις και κάτι ψιλοπράματα, του Νικολετόπουλου», ήτανε ένα μαγαζί [στου Λουκά]. «Θα σε πληρώσει καλά, πρώτη φορά που θα ιδούνε και κάρο!», μου λέει. Και τι έγινε. Πάω, μου μαζώνουνε σαράντα μαντήλια! Το χωριό εβγήκε όλο, που πρωτοπήγε κάρο στο χωριό, δεν πήγαινε κανένα και το μαντηλώσανε! [του κρέμασαν «καλαματιανά», μεταξωτά μαντήλια]. Επήγα ‘γώ! Επήγα μέσα το λαγκάδι-λαγκάδι, επήγα! Αλλά είχα και καλό άλογο, όχι... Είχε σημασία να ‘ναι υπάκουο το άλογο. Άμα είναι άγριο, πάει, δεν μπορείς να του μιλήσεις.

[παρεμβαίνει ο νεότερος συνομιλητής]: Εγώ είχα ένα άλογο που το βράδυ, στο σκοτάδι, στα ενενήντα μέτρα εχλιμίτραγε. Άμα σε πάρουνε τ’ άλογα με το καλό, χλιμηντράνε [δηλ. γνωρίζουνε το αφεντικό και του χλιμιντρίζουν από μακριά]. Εκείνο το άλογο που είχαμε πάρει από τους Κολλιαίους, στο Νιχώρι [Κυλλήνης]  το δέναμε εδώ απάνου που γίνεται η λαϊκή [αγορά, σε μεγάλη απόσταση από το καφενείο] και  καθόμουνα ‘γώ με άλλους δύο ΄δώ  όξω στο καφενείο και τους λέω, «ρε, κάνουτε πως έχουτε άλογα; ακούτε να δείτε πώς είναι τ’ άλογα!» Κι έκανα έτσι ε, και ‘σφούραγα. Και ‘κείνο ΄κεί [το άλογο] χλιμίτραγε, άκουγε! ‘Η του ‘λεγα, «δάγκω τη γλώσσα σου!», τη δάγκωνε. Και το χέρι μου το ‘βανα μέσα στο στόμα του, δεν το δάγκωνε. Άσε που ‘χα ένα άλλο και του ‘κανα γυμναστική! Όπως κάνανε τα παιδιά στο Γυμνάσιο, του ‘κανα και ‘γώ, μέσα στην αγορά που δούλευε! Αλλά τώρα, δυστυχώς, ούτε κράτος κοιτάει για ‘μάς, ούτε τίποτα.   Δεν ξέρω αν τα γράφει το μαγνητόφωνο [της ερευνήτριας] αλλά όταν ήτανε ο Παπαδόπουλος [η δικτατορία των Συνταγματαρχών, 1967-1974] μας εδίνανε δώρο Χριστού-Πάσχα. Τώρα μας τα κόψανε. Η Νέα Δημοκρατία [το κόμμα] είπανε θα μας δώσουνε, φτιάσαμε τα χαρτιά, κι από ‘κεί τίποτα. Αυτοί [το κόμμα του ΠΑΣΟΚ που ήταν τότε στην κυβέρνηση] μπήτι-μπήτι τώρα [τίποτα]. Η κατάληξη εβγήκανε τα μηχανήματα [τα φορτηγά αυτοκίνητα] και τα κάρα εσβήσανε.  Εκρατάγαμε τ’ άλογα μόνο για το σταθιμό.
 
Θανάσης Κίντος:     [επαναφέρει την αφήγησή του  στο σημείο που πήγε στο χωριό Λουκά πρώτος με το κάρο]: …Στο χωριό που λες εκεί, ο Νικολετόπλος  μου ‘δωκε διακόσες δρα[χ]μές!             Τώρα, στο     δρόμο που κάτσαμε να κολατσίσουμε, στο Λαγανά [χωριό της Πηνείας], ρωτάου εγώ έναν μπακάλη, «πώς τα ‘φερνε τα τυριά τούτος εδώ ’δώ κάτου;» Μου λέει «με άλογο». «Πόσο τους έδινε;» Λέει, «εκατόν πενήντα δρα[χ]μές το φόρτωμα». «Αα», λέου, «εδωπά είμαστε!». Μόλις βγήκαμε ‘κεί απάνου [στη Λουκά] «Γιώργη», του λέω, «θα μου δώκεις εμένα να σου πάω τα τυριά κάτου και βλέπεις τι δρόμος είναι, θα μου δώκεις», του λέω, «εκατό δρα[χ]μές το βαρέλι».   «Ουουου, είναι πολλά!» «Δεν είναι πολλά», του λέω, «θα βάλω [στο κάρο] δέκα βαρέλια, να βγάλω ένα χιλιάρικο». «Είναι πολλά», μου λέει.      «Άκου ‘δώ», του λέω, «για να μη λέμε πολλές κουβέντες, θα μου δώσεις ενενήντα δρα[χ]μές το βαρέλι και  θα σου φέρω πίσω τ΄αδειανά δωρεάν». Και έτσι έγινε.      Μετά, πήγαινα συνέχεια [στη Λουκά], ούλα τα χρόνια!  Μετά έγινε ο δρόμος, πήγανε τ’ αυτοκίνητα, πάει, τελείωσε… Αλλά μου μάζεψε κι ο Νικολετόπουλος τετρακόσες οκάδες βρώμη εκεί πάνου.

[ο νεότερος συνομιλητής]: Έτσι πήγα και ‘γώ την καμπάνα στου Καλαθά, [χωριό της Πηνείας, δήμος Ήλιδας] που ‘θελα φτιάσουνε καμπαναριό. Αλλά δεν επέρναγε το κάρο.  Ήτανε λόγγος, αφάνες, δεν ήβλεπες δρόμο! Αλλά ήσαντε δέκα νοματαίοι όμως και βοηθάγανε το κάρο. Το κάρο αποκλείεται να γυρίσει έτσι. Το παγαίνανε σπρωχτό ‘κείνοι ‘κεί. Σιγά-σιγά, σιγά-σιγά φτάσαμε, ανεβαίνουνε στο κάρο, την κρεμάνε και την καμπάνα. Μου λέει ‘κείνος, ένας εκεί, «μη φύγεις», μου λέει, «θα σου δώσουνε βρώμη για τ’ άλογο». Αλλά όταν κρεμάσανε την καμπάνα, χαθήκανε όλοι! Τους λέω, «ρε παιδιά εσείς την κρεμάσατε την καμπάνα, τη χτυπήσατε κιόλας, θα με βοηθήσετε τώρα κι εμένα να κατέβω κάτω; [στην Αμαλιάδα] Γιατί αν μπατάρω [ανατραπεί το κάρο] τι θα γίνει; Θα τσακιστώ!». Γιατί το μονόκαρο [με τις δύο ρόδες] γυρίζει,  πάει, ενώ το διπλόκαρο [με τις τέσσερις ρόδες] δε μπατάρει ποτέ. Αλλά αυτά είναι για ίσους δρόμους δεν πάνε εκεί  που παγαίνανε τα μονόκαρα!         Ούτε αυτοκίνητο δεν πάει εκεί που πηγαίνανε τα μονόκαρα.

Θανάσης Κίντος.: Ετότε το καλό άλογο σήκωνε και χίλιες οκάδες, στο δρόμο τον καλό. Σε ανηφόρα και άσχημο δρόμο, 600-700 οκάδες, το καλό άλογο. Αλλά ετότε τα άλογα δεν αντέχανε πολλά χρόνια. Μόλις πηγαίνανε 12-13 χρονώ επαραλύανε και μετά τα πουλάγαμε. Άλλοι τα κρατάγανε. Για εμάς που είμαστε καροτσαραίοι συστηματικοί κι είχαμε πολλές δουλειές, δεν κρατάγανε τ’ άλογα. Από μένα έχουνε περάσει γύρω στα εκατόν πενήντα άλογα! Και μου ψοφάγανε και βαρυβγαίνανε.

[ο νεότερος συνομιλητής]: Ο  μόνος που δεν άλλαζε εύκολα άλογο από τα χέρια του, ήμουν εγώ…

Θανάσης Κίντος.: Ετούτος εδώ, με δύο άλογα πέρασε τη ζωή του..

[ο νεότερος συνομιλητής]: Τα περιποιόμουνα, δεν επήγαινα ούθε να ητανε [σε δύσκολους δρόμους], τα πρόσεχα και γι’ αυτό ακριβώς δεν άλλαζα εύκολα άλογο. Δενόμουνα με τ’ άλογο. Και ξέρετε τι έχω πάθει τώρα εγώ; Δεν έχω πουλήσει τ΄ άλογό μου ακόμα, θες να σου πω ότι έχω τρία βράδια  τώρα, βλέπω στον ύπνο μου, βλέπω ότι κουβαλάω χαλίκι με το κάρο; Κι απόψε τό ειδα! Επροχτές έβλεπα ότι είχα πάει με το διπλόκαρο πάλι για δουλειά, για σταφίδα. Και ξέρεις, πάω από ’κεί απ’ τ’ αχούρι που ‘δενα τ’ άλογο, δεν μπαίνω μέσα στο σπίτι αν δεν περάσω από ΄κεί, πάω από την άλλη μεριά, από την πίσω πόρτα … [όσο λέει αυτά ο Θ.Κ. αναστενάζει] …Το ‘χα πολύ περιποιημένο, εκεί που το ΄χα. Του ‘χα το σιδερένιο βαρέλι, μέσα  το σανό του, του ‘χα το κοφίνι του με τη βρώμη του, του ‘χα τη χανάκα του [περιλαίμιο] με την καμπανελίτσα του, το ‘χα ωραίο πράμα!  Όπου πέρναγε το άλογο το δικό μου, έμενε ενθύμιο! Κάθε Σάββατο έπρεπε να βγάλω τα φουσκιά και το ‘χα μπήτι-μπήτι καθαρό! Είχα, πώς να στο πω, μεγάλη περιποίηση στο άλογο! Το άλογο το δικό μου αν δεν το ξύστριζα, αν δεν το καθάριζα να πούμε, με τη βούρτσα, δεν έβγαινε έξω! Σαν τη γυναίκα που συγυριέται, αν δεν κοιταχτεί στον καθρέφτη –κι ο άντρας δηλαδή αλλά πιο πολύ η γυναίκα–  δεν βγαίνει, έτσι και το άλογο… Έτσι που λες.  Σκέψου ότι με το σφουγγάρι που το έτριβα, το πέρναγα με λάδι και γυάλιζε! Να, εδωπάλια το λέμε, δεν το ‘ξερε κανένας [ότι το γυάλιζε], ένα κόκκινο ήτανε [το άλογο]. Ήμουνα πολύ περιποιητικός στα άλογα.

Θανάσης Κίντος: Εγώ άλλαζα άλογο κάθε χρόνο, δεν έκανα ποτέ τέτοια πράματα, Εγώ έχω ακόμα αβασκαντήρα που είναι από ψαροκόκαλο, ‘κείνα ΄κεί τα βάνανε και για το μάτι, από ΄κείνα ΄κεί δε βρίσκεις εύκολα, εγώ θα ‘χω ενάμισι κιλό ακόμα από δαύτα, έφτιανα χανάκες. Ενώ τώρανες δε δίνουνε σημασία.

[ο νεότερος συνομιλητής]: Εγώ στο σπίτι μου τα ‘χω όλα τα στολίδια [του αλόγου], έχω τον καμουτσέ μου. Επαραβγαίναμε ποιος θα ‘χει το ομορφότερο άλογο στην αγορά. Το καλύτερο φυλαχτάρι αλόγου στην αγορά, εγώ το ‘χα. Κι ακόμα στο σπίτι μου το ‘χω. Τα πέταλα έχω κρατήσει, έχω το φυλαχτάρι, εννοώ αυτό σαν το κολιέ [το περιλαίμιο] με τις φούντες του, τα κουδούνια του, όλα.  Τώρα τελευταία τα ‘φτιανα μόνος μου γιατί μας παίρνανε τετρακόσες δραχμές κ’ είχα βρει το κόλπο και τα ‘φτιανα μόνος μου. Έχω φτιάσει και του συναδέλφου από ‘δώ, το ΄χω φυλαγμένο. Αν είχες αυτοκίνητο [η ερευνήτρια, που δεν είχε τότε], θα σε πήγαινα σ’ ένα μέρος εδώ στην Αμαλιάδα να φωτογραφίσεις ένα άλογο όπως βόσκει στην καλαμιά, να σου μείνει ενθύμιο. Μιλάμε για πολύ άλογο! Είναι το καλύτερο άλογο στην Αμαλιάδα. Το ‘χει ένας που οργώνει ακόμα μ’ αυτό. Κυρίως ανοίγουνε αυλάκια. Φέτος, στα Δουνέικα ανοίγανε αυλάκια με το δίφτερο [σιδερένιο άροτρο με δύο «φτερά»]. Ορισμένοι είχανε αρρώστια [πάθος με τα άλογα] και θέλανε να βάλουνε άλογο μέσα [στο χωράφι, όχι τρακτέρ].  Αλλά εκείνο που είναι τόσα χρόνια, είναι πως δεν έχω βγάλει φωτογραφία με άλογο! Έχω μια φωτογραφία με τ’ άλογα του κτηνιατρείου και έχω στείλει μία της κόρης μου στην Πάτρα και μία έχω στο σπίτι μου.

Θανάσης Κίντος.:  Φορήγαμε το ψαθάκι μας, ο σούγλος [κουβάς] κρεμασμένος απουκάτου στο κάρο για να ποτίζουμε το άλογο, είχαμε τη σειρά μας. Φορήγαμε και ζωνάρι. Βάσταγε τη μέση, εγώ μέχρι επέρσι το φόρηγα.  Αλλά τώρα εγαϊδουροποιήθκα, το έβγαλα και το στομάχι μου από τότε με πειράζει.

[ο νεότερος συνομιλητής]: εμένα η γυναίκα μου το ‘χει φυλάξει το δικό μου, αυτή το ‘πλεκε.

Θανάσης Κίντος: Και ‘γώ και ΄γώ έχω, μάλλινο, ωραίο, καινούργιο. Άλλα τ’ αγοράζαμε, είναι και πλεχτά. Είχαμε και πάνινα. Επαίρναμε τώρα το πανί, το κόβαμε στο χαρτί και το φτιάναμε [το ζωνάρι]. Το κάναμε τρεις-τέσσερες βόλτες, για να κρατάει τη μέση όταν φορτώναμε, δίνει δύναμη  και για να κρατάει το κρύο το χειμώνα. Το καλοκαίρι που ίδρωνες, κράταγε δροσά. Μια φορά το φορήγανε όλοι οι καρολόγοι. Τώρα, όσοι μείνανε, δεν το φοράει κανένας. Το ζωνάρι, γιατί εκρεμάγαμε και τη φούντα μας…

[ο νεότερος συνομιλητής]: Πάει, δεν υπάρχει δουλειά. Οι πιο αδικημένοι είμαστε ‘μείς. Και ‘γώ περ’σότερο απ’ όλους, γιατί έπαθα το ατύχημα και πούλησα το κάρο και τώρα δεν έχω τίποτα. Μόνο την αγροτική  [σύνταξη], που πρέπει να πάω 65 χρονών για να την πάρω. 

Θανάσης Κίντος.: Εγώ παίρνω αγροτική σύνταξη αλλά ως καραγωγέας, που δούλεψα τόσα χρόνια, τίποτα. Πήρα όμως άδεια και έβγαλα αυτοκίνητο.
Για να γίνεις καρολόγος, επήγαινες σε άλλονε από μικρός, ανέβαινες στο κάρο και σιγά-σιγά μάθαινες. Εγώ, είχε ο πατέρας μου. Και στ’ αχούρι του και στη δουλειά του έβανε καρολόγους, πήγαινα και ‘γώ κοντά. Είχε τέχνη. Και στα γκέμια, πως θα κρατήσεις τ’ άλογο άμα ήθελε να φύγει, να λακίξει.  Έπρεπε να του ‘χεις το χαλινό ή γκέμι, πάει. Αλλιώς έφευγε, δεν εστεκότανε.  Άμα πριόνιζες [τραβούσες τα γκέμια μπρος-πίσω, σαν να πριονίζεις] λίγο τα γκέμια, κόκαλο, δεν έφευγε. Άμα ήθελες να τρέξει, τ’ αμπόλαγες, του ‘δινες και νιά ματσουκιά από πάνου. Αλλά άμα ήθελες να σταματήσει και δεν εστεκότανε, ή να το πριονίσεις [τα γκέμια] ή να ντου δώκεις μία με το ντακούνι στο κολονούρι, στην ουρά. Στην ουρά μπορεί να του κόψεις τα νεφρά του αλόγου, να το κάμεις να κάτσει χάμου, ξερό. Εγώ, ετούτο που πούλησα σ’ αυτόνε στην Αίγινα, άμα το ‘ντωνες [χαλάρωνες] μόνε-μόνε [λίγο], εφούσκωνε και δεν το κράταγες με κανένα θεό! Ούτε με πριόνισμα, ούτε με τακούνι. Δουνέικα-Αμαλιάδα το κάναμε είκοσι λεφτά εμείς με τα κάρα, όταν τελειώναμε  τη δουλειά τ’ απόγεμα. Φεύγανε οι άλλοι μπροστά από μένα και ‘γώ τους πρόφταινα στον Καρδαμά και τους πέρναγα. Έφευγε αυτό το άλογο, πολύ!
Μέτρο στο κάρο επαίρναμε για τις λάντζες, για να κάνει στο άλογο. Οι κοντές ρόδες ήσαντε πάντα γερές, δε χαλάγανε. Ενώ οι ψηλές ισώνανε, γινόσαντε ίσες και μπαταρίζανε. Ενώ, όσο κοντές οι ρόδες, τόσο καλύτερα. Όταν πήγαινα πρώτη φορά κάπου και δεν υπήρχε πριν δρόμος, πρόσεχα. Σιγά-σιγά. Εκαταλάβαινα ότι εδώ με χωράει; Επήγαινα. Σιγά-σιγά. Ή, επηγαίναμε μπροστά με τα πόδια να ιδούμε, περνάει; Και παγαίναμε. Έτσι ανοίγαμε δρόμους και μετά περνάγανε όλοι. Όπως όταν πήγα πρώτη φορά στου Λουκά, που σου είπα. Μου ‘χε δυο εργάτες κοντά, τσάπα-τσάπα το βαρήγανε όπου είχε κλαριά και πέρναγα. Σε ούλα τα χωριά εμείς ανοίξαμε τους δρόμους, πριν ήτανε μόνο μονοπάτια…

[ο νεότερος συνομιλητής]: Με τα κάρα [τα μονόκαρα] εφτάναμε μέχρι τις αλυκές, χάμου στο κύμα, και φορτώναμε τ’ αλάτι, στα Λεχαινά. Τώρα το βγάζουνε με βαγονέτο.

Θανάσης Κίντος.: …Όχι, δεν επαγαίναμε μέσα στα τηγάνια με το κάρο! Από ανέκαθεν, το αλάτι το βγάνανε με το βαγονέτο…

[ο νεότερος συνομιλητής]: Τώρα, να ιδείς διπλόκαρο σε χωριό; Θα τους φανεί παράξενο! Άσε που δεν πάει, αλλά και να πάει, θα τους φανεί περίεργο.

Θανάσης Κίντος.: Μόνο ‘δώ κοντά [στην Αμαλιάδα] σε κα’να χωριό, στο Γεράκι, ας πούμε, άμα έχει κανένας 500 κιλά φορτίο, μπορεί να το φορτώσει σε κάρο. Αλλά πού να το βρεις το κάρο! Οι τελευταίοι καρολόγοι που μείναμε είμαστε ‘μείς. Ούτε στο Επιτάλιο, που ‘χε πολλούς, πρέπει να ‘χει. Το πολύ-πολύ να είναι κα’νας γέρος, κα’νας  παλαιός. Αφού ο Πύργος, ο Πύργος που είχε τότε εκατό καρολόγους, ετώρα δεν έχει ούτε ένα! Είτε έναν. Ένας είναι με μια άμαξα, που κάνει βόλτες  και κάτι δοπλόκαρα. Πολλούς είχε και ‘δώ [στην Αμαλιάδα], πάρα πολλούς. Μαζί με τους καλοκαιρινούς που εβγαίναμε, πρέπει να ήσαντε μέσ’ στην Αμαλιάδα 150-200  κάρα! Σεν είχες γεννηθεί εσύ τότε [προπολεμικά] που δουλεύανε με τα κάρα, ‘πο ‘βλεπες εκατόν πενήντα κάρα, μονόκαρα, να πηγαίνουνε στις αποθήκες. Ξεκίναγε [η ουρά με τα κάρα] από το εργοστάσιο [ποτοποιίας] στην Κουρούτα και έφτανε μέχρι ‘δώ κάτου, στην άσφαλτο. Είχα μια φορά ένα βλάγκο άλογο, τό ειχα πάρει απ’ τα Λεχαινά, που σήκωνε μέσα στο χωράφι χίλιες οκάδες σταφύλι και δεν κόλλαγε!

[ο νεότερος συνομιλητής]: Παλιά, στην [Γερμανική] Κατοχή που πηγαίναμε στην Πάτρα με τα κάρα, στα Μποντέικα συναντάω εγώ δέκα κάρα. Λέω «τι περιμένετε;» «δεν ξέρουμε», λένε, «τι να κάνουμε, λάσπη τη μια μεριά, λάσπη την άλλη, δεν μπορούμε να περάσουμε». Μου λέει ένας, ήμουνα και μικρός, μου λέει «θα ρθείς μαζί μου». «Θα ρίξω ‘γώ [το άλογο με το κάρο]», μου λέει, «μέσα σ’ αυτή τη γράνα [χαντάκι] και συ θα ‘ρθεις κοντά». «Περπατάει σιγά» μου λέει,  «τ΄άλογο;» «Περπατάει». Πήγε πρώτος αυτός με τ’ άλογο, από πίσω εγώ. Τηράγανε [προσπαθούσανε] κάτι Γαστουναίοι [καρολόγοι], κάτι Αντραβιδαίοι, πού να βγούνε! Πηγαίναμε σιγά-σιγά, βγήκαμε ένα χιλιόμετρο μέσα σε μια γράνα. Πηγαίναμε που λες, κάναμε ένα δρόμο  να πούμε και παγαίναμε στην Πάτρα. Κάναμε δυο ημέρες  να βγούμε. Λάσπη; Λάσπη να ιδείς! Μ’ άλλα ρούχα ξεκίναγες, άλλα φόρηγες στην Πάτρα που πήγαινες. Βροχές, κακοκαιρίες, μην κοιτάς τώρα! Τ΄ απόγεμα που θα ‘ρθει ένας που δουλεύει ‘δώ χάμου, δεν μπορείς να τον πεις πως είναι καρολόγος αυτός. Πού, βγαίνει καημένε τώρα κανένας με μπάλωμα;  Ενώ τότε, μπάλωμα ‘δώ, μπάλωμα ‘κεί [στα ρούχα]… Το ’να πάνω στ’ άλλο.

Θανάσης Κίντος.:  Είμαστε βαρυδουλεμένοι.  Πρώτα οι καρολόγοι είμαστε διακριτικοί [διακριτοί, ξεχώριζαν]. Τον ήβλεπες με την τραγιάσκα του, με το ζουνάρι του, καταλάβαινες πως είναι καρολόγος. Τώρα εμείς φορούμε επί το πλείστον τραγιάσκες Αντραβιδέικες.

[ο νεότερος συνομιλητής]: Και τα άλογα φορήγανε ψαθάκια στην Αθήνα. Είχαν ε δυο τρούπες και περνάγανε τ’ αυτιά τους. Έχω μία, την έχω κρεμασμένη στο σπίτι μου. Δεν ξέρω αυτή η ψάθα μην είναι γύρω τα 25 χρόνια.  Εμείς δε βάναμε [ψάθες] στ’ άλογα γιατί ανάβει τ’ άλογο. Στην Αθήνα τα κάνουνε αυτά, είχα βάλει μια φορά σε ένα [άλογο] και έκανε ούλο έτσι, να το βγάλει. Λέω του γιου μου, «κοίτα», του λέω, «εγώ θα πεθάνω, εσύ το φυλαχτάρι και τον καμουτσέ, θα τα φυλάξεις, κακομοίρη μου»!  Έχω κρατήσει το πέταλο από το τελευταίο και από το πρώτο άλογο που είχα. Είναι πεταλωτήδες ακόμα στην Αμαλιάδα, δύο. Ο ένας εδώ που ‘χει το περίπτερο και ένας άλλος. Αυτός που ‘χει το περίπτρο δεν τοσο-κάνει δουλειά, ο άλλος τρέχει μέσα τα χωριά. Ε, βέβαια, κάτου στον κάμπο, εκεί, Νιχώρι, Βαρθολομιό, Λεχαινά, πού να φέρεις εδώ τ’ άλογο, όσα μείνανε. Πάει στον Κουτσο-Γιάννη τον Πόπορη, που ‘χει άλογα αυτός, πάει..."

                                                                   
                                                                                                                                                 
                                        Ο Νιοχωρίτης εκτροφέας αλόγων  Γιάννης Πόπορης  (πρώτος εξάδελφος του πατέρα μου) στο άλογό του, στο Μεσοπόλεμο.                                                                                                                                                                                                                       `                                                                                                                                                                                                                                   



[1] Τοπική ράτσα Πηνειας. Βλ. και  http://www.protinews.gr/ilia/item/9596-ston-topo-katagog-tous-ta-pineiotika-aloga
[2] Μέρη του κάρου. Για τις επιμέρους ονομασίες των μερών του ξύλινου κάρου και τις λεπτομέρειες της  κατασκευής του βλέπε  http://psychogiou.blogspot.gr/2012/12/blog-post.html σε αυτόν εδώ τον ιστότοπο.
[3] Εννοεί κάποιον από τους πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία που κατοικούν στην Αμαλιάδα.